κρηῆναι

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

κρηῆναι: κρήηνον, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.

French (Bailly abrégé)

v. κραιαίνω.

English (Autenrieth)

see κραίνω.

Greek Monotonic

κρηῆναι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του κραίνω· κρήηνον, απρόσ.