κορθύω

Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

κορθύω: κορθύνω, εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. Moy. 3ᵉ sg. κορθύεται;
amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.

Greek Monolingual

κορθύω (Α) κόρθυς
κορθύνω, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω.

Greek Monotonic

κορθύω: βλ. κορθύνω.