κορυφώνω
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
(ΑM κορυφῶ, -όω) κορυφή
1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῦν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.)
2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο
3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῦμαι, -όομαι
φθάνω στο κορύφωμα, ανεβαίνω στο ανώτατο σημείο (α. «η αγωνία του κορυφώθηκε» β. «κορυφουμένου τοῦ πολέμου», Ιώσ.)
αρχ.
1. τελειοποιώ («το δ' ὀπαῖον ἐπὶ τοῦ Ἀνακτόρου Ξενοκλῆς ἐκορύφωσε», Πλούτ.)
2. (για πυραμίδα) απολήγω σε κορυφή
3. μέσ. συγκεφαλαιώνω
4. παθ. (για αριθμούς) προστίθεμαι σε ένα όλο, συγκεφαλαιώνομαι («κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός», Ανθ. Παλ.).