κορυφώνω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
(ΑM κορυφῶ, -όω) κορυφή
1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῦν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.)
2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο
3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῦμαι, -όομαι
φθάνω στο κορύφωμα, ανεβαίνω στο ανώτατο σημείο (α. «η αγωνία του κορυφώθηκε» β. «κορυφουμένου τοῦ πολέμου», Ιώσ.)
αρχ.
1. τελειοποιώ («το δ' ὀπαῖον ἐπὶ τοῦ Ἀνακτόρου Ξενοκλῆς ἐκορύφωσε», Πλούτ.)
2. (για πυραμίδα) απολήγω σε κορυφή
3. μέσ. συγκεφαλαιώνω
4. παθ. (για αριθμούς) προστίθεμαι σε ένα όλο, συγκεφαλαιώνομαι («κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός», Ανθ. Παλ.).