μαραθωνομάχης
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ancien combattant de Marathon ; brave guerrier.
Étymologie: Μαραθών, μάχομαι.
Greek Monolingual
μαραθωνομάχης, ὁ (Α)
βλ. μαραθωνομάχος.
ου (ὁ) :
ancien combattant de Marathon ; brave guerrier.
Étymologie: Μαραθών, μάχομαι.
μαραθωνομάχης, ὁ (Α)
βλ. μαραθωνομάχος.