μαραθωνομάχης

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ancien combattant de Marathon ; brave guerrier.
Étymologie: Μαραθών, μάχομαι.

Greek Monolingual

μαραθωνομάχης, ὁ (Α)
βλ. μαραθωνομάχος.