μαραθωνομάχος

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρᾰθωνομᾰ́χος Medium diacritics: μαραθωνομάχος Low diacritics: μαραθωνομάχος Capitals: ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: marathōnomáchos Transliteration B: marathōnomachos Transliteration C: marathonomachos Beta Code: maraqwnoma/xos

English (LSJ)

ὁ, = μαραθωνομάχης.

Greek Monolingual

ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης)
1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα
2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + -μάχος (< μάχομαι)].

German (Pape)

ὁ, = μαραθωνομάχης.