Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
μάκων: μᾱκώνιον, μᾱκωνίς, ἴδε μηκ-.
μάκων, -ωνος, ὁ (Α) (δωρ.τ.) βλ. μήκων.
μάκων: [ᾱ], Δωρ. αντί μήκων.