οἰνόληπτος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.

Greek Monolingual

οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό-ληπτος].