ληπτός

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτός Medium diacritics: ληπτός Low diacritics: ληπτός Capitals: ΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: lēptós Transliteration B: lēptos Transliteration C: liptos Beta Code: lhpto/s

English (LSJ)

ληπτή, ληπτόν, (λαμβάνω)
A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R. 529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741.
b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.).
2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34.
II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.

German (Pape)

[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut prendre ou saisir, particul. par l'intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ληπτός:
1 воспринимаемый, схватываемый, уловимый (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);
2 (в философии стоиков), приемлемый (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.

Greek Monolingual

ληπτός, -ή, -όν (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον αποδεχθεί, αποδεκτός
3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά
(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν.
επίρρ...
ληπτῶς (Μ)
με αποδεκτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].

Greek Monotonic

ληπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του λαμβάνω, αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ.

Middle Liddell

ληπτός, ή, όν verb. adj. of λαμβάνω,]
to be apprehended, Plat., Anth.