ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
[Seite 319] τό, = ὠλέκρανον, Ar. Pax 435, s. unten.
ὀλέκρᾱνον: ὀλεκρανίζω, ἴδε ἐν λέξ. ὠλ-.
ὀλέκρανον, τὸ (Α)
βλ. ωλέκρανον.
ὀλέκρᾱνον: τό, Αττ. αντί ὠλέκρανον, σε Αριστοφ.