ου, ὁ,
A seafarer, S.Fr.555.
[Seite 681] ὁ, Meerschiffer, Soph. frg. 499.
ποντοναύτης: -ου, ὁ ναύτης, «θαλασσινός», Σοφ. Ἀποσπ. 499.
ὁ, Αναύτης που ταξιδεύει στα μακρινά πελάγη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + ναύτης.