ποντοναύτης

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seafarer, S.Fr.555.

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, Meerschiffer, Soph. frg. 499.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοναύτης: -ου, ὁ ναύτης, «θαλασσινός», Σοφ. Ἀποσπ. 499.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ναύτης που ταξιδεύει στα μακρινά πελάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + ναύτης.