τρίχορδος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A of or with three strings, βάρβιτος Anaxil.15 (but Poll.4.60 gives -χορδον as the name of the instrument); τρίχορδα (sc. ποιήματα) Plu.2.1137b (ὀλιγόχορδα cj. Volkmann).

German (Pape)

[Seite 1150] dreisaitig, von, mit drei Saiten, βάρβιτος, Anaxil. bei Ath. IV, 183 b; τὸ τρίχορδον, ein mit drei Saiten bezogenes Tonwerkzeug, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχορδος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· λύρα Πλούτ. 2. 1137Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois cordes.
Étymologie: τρεῖς, χορδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχορδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις χορδές
2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδο
μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. τετρά-χορδος].