φωλίς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a kind of

   A fish, Arist.HA 621b8.

German (Pape)

[Seite 1321] ίδος, ἡ, ein Meerfisch, der sich im eignen Schleime verbirgt, Arist. H. A. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

φωλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 15, Σουΐδ.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός / φωλεά + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].———————— (II)
-ίδος, ἡ, Α
βλ. φολίδα.