φωλίς
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, a kind of fish, Arist.HA 621b8.
German (Pape)
[Seite 1321] ίδος, ἡ, ein Meerfisch, der sich im eignen Schleime verbirgt, Arist. H. A. 9, 37.
Russian (Dvoretsky)
φωλίς: ίδος ἡ фолида (род рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φωλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 15, Σουΐδ.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, Α
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός / φωλεά + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμίς)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
βλ. φολίδα.