ψυχρήλατος
English (LSJ)
ον, (
A ἐλαύνω 111.1) cold-forged, of iron implements, Plu.2.434a, Asclep. Myrl. ap. Ath.11.501b, Ath.Mech.17.2, Plu.Brut.1: γράψας ψυχρηλάτω (sic) τινὸς τὸ ὄνομα PMag.Par.1.1848.
German (Pape)
[Seite 1404] 1) kalt geschmiedet, Mathem. vett. – 2) in kaltem Wasser abgelöscht und dadurch hart u. spröde geworden, ξίφος Plut. def. or. 43 Brut. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρήλατος: -ον, (ἐλαύνω ΙΙΙ. 1) ὁ σφυρηλατηθεὶς ἐν ψυχρᾷ καταστάσει, ἐπὶ σιδηρῶν ἐργαλείων, Πλούτ. 2. 434Α, Ἀθήν. 501Β (ἔνθα ἴδε Casaub.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trempé dans l’eau froide ; durci, fortement trempé.
Étymologie: ψυχρός, ἐλαύνω.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / ψυχρήλατος, -ον, ΝΜΑ
(για μέταλλο ή μεταλλικό αντικείμενο) αυτός που έχει υποστεί ψυχρηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ-ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχρήλατος -ον [ψυχρός, ἐλαύνω] koud gesmeed.