καταχράω

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. impers. 3ᵉ sg. prés. • καταχρᾷ, impf. • κατέχρα, f. • καταχρήσει;
suffire.
Étymologie: κατά, χράω.

Russian (Dvoretsky)

καταχράω: (только 3 л. sing. impers.; impf. κατέχρᾱ, fut. καταχρήσει) быть достаточным: καταχρᾷ Her. достаточно; ἀντὶ λόφον ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς Her. вместо султана они довольствовались (конской) гривой.