καύαξ
German (Pape)
[Seite 1407] ακος, ὁ, ion. καύηξ, ηκος, ein Meervogel, eine Mövenart, vgl. κήξ; Lycophr. 425. 741; καύηξι Leon. Tar. 74 (VII, 652); Euphor. bei E. M.
Greek (Liddell-Scott)
καύαξ: -ᾱκος, Ἰων. καύηξ, ηκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. κήξ, ὁ λάρος.
Greek Monolingual
καύαξ, -ακος, ιων. τ. καύηξ, -ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α)
είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ' ἐνθούπησε πεσοῡσ' ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ-αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και θα μπορούσε να συνδεθεί με το γαλατ. cuan (απ' όπου το λατ. cavannus) και το αρχ. άνω γερμ. hūwo, που όλα τους σημαίνουν «κουκουβάγια»].