γλάρος
Greek (Liddell-Scott)
γλάρος: ὁ, = λάρος, πολὺ μεταγεν., Ἱερακοσόφ.
Greek Monolingual
ο (Α λάρος, Μ γλάρος)
1. υδρόβιο πτηνό της οικογένειας λαρίδες
2. ο αδηφάγος, ο πλεονέκτης («πού να χορτάσει αυτός ο γλάρος»
«Κλέωνα τὸν γλάρον δώρων ἑλόντες», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ναυτ. το ανώτατο τμήμα του ιστού, ηλακάτη, άτρακτος, πίπουλο, αδράχτι
αρχ.
ο ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. γλάρος < λάρος, λέξη ήδη ομηρική με βασική σημασία «πουλί αδηφάγο, πιθ. ο γλάρος», που χρησιμοποιήθηκε επίσης μεταφορικά προκειμένου να χαρακτηρίσει τους άπληστους δημαγωγούς (κωμωδία) καθώς και τους ανόητους ανθρώπους. Υποστηρίζεται ότι το λᾰρος ανήκει σε μια οικογένεια ηχομιμητικών λέξεων που εκφράζουν την έννοια της φωνής, της κραυγής και που ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα lā- (πρβλ. λᾰσκω «ηχώ, φωνάζω, κραυγάζω», «λαήμεναι
φθέγγεσθαι», λήρος «ανόητη ομιλία, μωρολογία», λιθ. lό-ju, lo- ti, αρχ. σλαβ. la-je, -jati «βροντώ, φωνάζω», αρμ. larm «κλαίω»)].