προσδέκομαι
Greek (Liddell-Scott)
προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσδέχομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.
προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.
ion. c. προσδέχομαι.
Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.
προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.