προσδέκομαι
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
Ionic for προσδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσδέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδέκομαι zie προσδέχομαι.
German (Pape)
ion. = προσδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.