Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185Greek (Liddell-Scott)
σαώσω: μέλλ. τοῦ σαόω.
French (Bailly abrégé)
fut. Act. de σαόω.
Greek Monotonic
σαώσω: μέλ. του σαόω· Επικ. απαρ. σαωσέμεν.