ἀρπεδής
German (Pape)
[Seite 359] ές (πέδον – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, κάρη, Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀρπεδής: -ές, Νικ. Θ. 420· καὶ ἀρπεδόεις, εσσα, εν, Ἐτυμολ. Μ., 148, 8 (ἔνθα ἡ ἑρμηνεία τῆς λέξεως φαίνεται λίαν συγκεχυμένη), ἐπίπεδος, ὁμαλός (ἴσως ἀντὶ ἀριπεδής): ἀ(ρ)πεδίζειν· «ὁμαλίζειν» Ἡσύχ., ἴδε ἀπεδίζω.