ἀρπεδής

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

German (Pape)

[Seite 359] ές (πέδον – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, κάρη, Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀρπεδής: -ές, Νικ. Θ. 420· καὶ ἀρπεδόεις, εσσα, εν, Ἐτυμολ. Μ., 148, 8 (ἔνθαἑρμηνεία τῆς λέξεως φαίνεται λίαν συγκεχυμένη), ἐπίπεδος, ὁμαλός (ἴσως ἀντὶ ἀριπεδής): ἀ(ρ)πεδίζειν· «ὁμαλίζειν» Ἡσύχ., ἴδε ἀπεδίζω.