λίαν
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
[v. fin.], Ion. and Ep. λίην, Adv.
A very, exceedingly, in Hom. with an Adv., λ. ἑκάς Od.14.496; λ. ἀεικελίως 8.231: with an Adj., λ. μέγα εἶπες 3.227, 16.243; νήπιος λ. τόσον 4.371, cf. 13.238; λ. λυπρός 13.243; λ. ἐνθύμιος ib.421: alone with a Verb, very much, overmuch, κεχολώατο λ. 14.282; λ. ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361; οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται not exceedingly, 14.368; μή τι λ. προκαλίζεο Od.18.20, cf. Il.6.486; also, in Hom., καὶ λίην, which always begins the sentence or verse, surely, aye surely, καὶ λ. κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Od.1.46, cf. 3.203, Il.1.553, al.
II after Hom., ἀσχάλα μὴ λίην Archil.66.7, cf. Sol.6; λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p.409 H.; λ. πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.4.96; μὴ κάμνε λ. Pi. P.1.90; μὴ λ. στένε S.El.1172, cf. E.Med.158 (lyr.); ἀσπάζου αὐτὴν λ. POxy.936.13 (iii A.D.); καὶ λ. σαφῶς Ar.Eq.1231; λ. ἀσελγῶς Lys. 24.15; λ. πόρρω Pl.Prt. 310c; ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Th.7.5: with other words of like sense, πολὺ λ. Isoc.9.48; λ. πάνυ Antiph.184.2 (dub.), cf. Eust.972.46; κόμπος λ. εἰρημένος, opp. πεπλασμένος (compare our very and verily), A.Pr.1031:—in Trag.and Com.freq.betweenArt.and Noun, ἡ λ. φιλότης βροτῶν his too great love... A.Pr.123 (anap.); τὸ λ. ποτόν Cratin.187; ἡ λ. τρυφή Men.587; τὰ λ. μειράκια Theopomp. Com.29; αἱ πρὸς τυράννους λίαν ὁμιλίαι D.6.21; τὸ λ. excess, violence, E.Andr.866, Pl.Cra.415c. [Hom. has ῐ nine times, ῑ thirty-two times; the latter is found both in arsi and in thesi. In later Ep.and Trag. both quantities are found: ᾱ always.]
German (Pape)
[Seite 41] ion. u. ep. λίην (λι-), sehr, gar sehr, zu sehr, Hom. oft, wie das spätere ἄγαν; λίην μέγα, λίην τόσον, Od. 3, 227. 4. 871. 16, 243; übh. stark, heftig, δὴ γὰρ κεχολώατο λίην, 14, 282; u. bei den folgenden Dichtern, μὴ κάμνε λίαν δαπάναις, Pind. P. 1, 90; οὐ πεπλασμένος ὁ κόσμος ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος, Aesch. Prom. 1033; u. bei subst., ἡ λίαν φιλότης, die zu große Liebe, 123; ὥστε μὴ λίαν στένε, nicht zu sehr, Soph. El. 1163 u. öfter; Eur., Comic., wie in Prosa, τὸ λίαν ἰσχύς τίς ἐστιν, Plat. Crat. 415 c; ἐκεῖνο ἐννοῶ, μὴ λίαν ἂν ταχὺ σωφρονισθείην, daß ich nur zu schnell zur Besonnenheit zurückgeführt werden dürfte, Xen. An. 6, 1, 28; Folgde, wie Pol., auch nachgestellt, θαυμάσια λίαν, Luc. Pisc. 34, πρωῒ λίαν, Plut. Crass. 17. – Bes. geläufig ist bei Hom. u. auch bei den Folgdn καὶ λίην, καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, cigentlich κεῖνος κεῖται ὀλέθρῳ καὶ λίαν γε ἐοικότι, Od. 1, 46, im Verderben, und zwar einem nur allzusehr verdienten, u. so häufig im Anfang eines Satzes, καὶ λίην σε πάρος γ' οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ, Il. 1, 553. – Λίαν ἄγαν, Mein. Men. p. 152. – Auch mit dem superlat, ὅπως ἂν βέλτιστα λίαν πράττοι, Plat. Eryx. 393, e, u. Sp. [Bei Hom. ist ι in der Vershebung lang, in der Verssenkung kurz, mit Ausnahme der Verbindung καὶ λίην, wo ι immer lang ist, so auch Od. 8, 231. 15, 405. 16, 86 ein Spondeus. Bei den folgenden Dichtern ist es nach Versbedürfniß lang u. kurz; α ist aber erst bei sehr sp. D., wie Greg. Naz., kurz.]
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait, extrêmement, très, fort :
-- avec un verbe : λίην πιστεύειν HDT avoir une confiance excessive ; μὴ λίαν στένε SOPH ne te lamente pas à l'excès;
-- avec un adj. : λίην μέγα OD trop grand ; λίην τόσον OD à un point si extraordinaire;
-- avec un adv. : λίην ἑκάς OD trop loin ; οὐδέ τι λίην οὕτω OD non tout à fait ainsi ; avec καί : καὶ λίην, certes, tout à fait, oui certes;
-- entre l'art. et un subst. : ἡ λίαν φιλότης ESCHL son amour excessif;
-- subst. τὸ λίαν EUR l'excès, la violence.
Étymologie: p. *λίλαν, de la R. Λα, vouloir ; cf. *λάω, λιλαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
λίᾱν:
I эп.-ион. λίην (ῑ и ῐ) adv.
1 (тж. λ. ἐκ περισσοῦ NT) очень, весьма, крайне, чрезвычайно: γαῖα οὐ λ. λυπρή Hom. не такой уж бедный край; λ. τόσον Hom. настолько; οὐδέ τι λ. οὕτω Hom. не до такой уж степени; πρωῒ λ. Plut. весьма рано;
2 слишком, чрезмерно: λ. ἑκάς Hom. слишком далеко; λ. πιστεύειν Her. чрезмерно доверять; ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Thuc. слишком (далеко) вглубь укреплений; λ. μέγα εἶπες Hom. слишком уж велико то, о чем ты говоришь; διὰ τὴν λ. φιλότητα Aesch. из-за чрезмерной любви;
3 вполне, совершенно (λ. θαυμάσιος Luc.): λ. βέλτιστα Plat. превосходно, отлично; καὶ λ. Hom. да, конечно.
II τό indecl. чрезмерность, излишество Eur., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λίαν: [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. λίην· μονοσύλλαβος τύπος λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., ὅστις μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ μετέπειτα ἐν χρήσει ἄγαν, μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· οὐδέ τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., λίην μέγα Γ. 227., Π. 243· λίην τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον μετὰ ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο λίην Ξ. 282· λίην ἄχθομαι ἕλκος Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. καὶ λίην, ὅπερ χάριν μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον μέρος αὐτοῦ, καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ (ἀντί: κεῖται ὀλέθρῳ, καὶ λίην γε ἐοικότι), κεῖται ἐν ὀλέθρῳ, καὶ τοῦτο λίαν δικαίως, Ὀδ. Α. 46, πρβλ. Γ. 203, Ἰλ. Α. 553, κ. ἀλλ. II. μεθ’ Ὅμ., ἀσχάλα μὴ λίην Ἀρχίλ. 62 (32), πρβλ. Σόλωνα 6· λίην πιστεύειν, ὡς τὸ κάρτα π., πιστεύειν ἀδιστάκτως, Ἡρόδ. 4. 96· μὴ κάμνε λίαν Πινδ. Π. 1. 175· μὴ λίαν στένε Σοφ. Ἠλ. 1172, πρβλ. Elmsl. εἰς Μήδ. 156· ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Θουκ. 7. 5· - σπανίως μετὰ τοῦ ὑπερθ. βέλτιστα, Πλάτ. Ἐρυξ. 393Ε, Αἰσχίν. Σωκρ. 2. 5· καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων τῆς αὐτῆς σημασίας, λ. ἄγαν, λ. κομιδῇ, πάμπολυ λ. Λοβ. Παραλ. 62, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 152· - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 1031, κόμπος λίαν εἰρημένος, ἀντιτίθεται τῷ πεπλασμένος· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς συχνάκις εὕρηται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ προσδιοριζομένου ὀνόματος, ἡ λίαν φιλότης, ἡ ὑπερβολικὴ αὐτοῦ ἀγάπη, Αἰσχύλ. Πρ. 123· ὁ λ. κακὸς Σοφ. Ἀποσπ. 583· τοῦ λίαν πότου Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· ἡ λ. τρυφὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 60· τὰ λ. μειράκια Θεόπομπ. Κωμ. εἰς «Μήδ.» 2· - τὸ λίαν, ἡ ὑπερβολή, ἡ βία, Εὐρ. Ἀνδρ. 866, Πλάτ. Κρατ. 415C. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ ῐ συνήθως ἐν θέσει, πλὴν ἐν τῇ φράσει καὶ λίην, ἥτις ἔχει ἀείποτε, ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἀττ. ῑ ἢ ῐ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. xvi, Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 899. - ᾱ ἀείποτε].
English (Slater)
λῐαν
&nbnbsp; 1 overmuch μὴ κάμνε λίαν δαπάναις (P. 1.90) [[[λίαν]] (codd. contra metr.: μὰν coni. Pauw.) (N. 11.33) ] “λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν (Pae. 4.48) cf. P. Oxy., 841, fr. 162. 1.
English (Strong)
of uncertain affinity; much (adverbially): exceeding, great(-ly), sore, very (+ chiefest).
English (Thayer)
(in Homer and Ionic λίην) (for λιλαν, λαῷ to desire: cf. Curtius, § 532), adverb, greatly, exceedingly: מְאֹד, λίαν ἐκ περισσοῦ, exceedingly beyond measure, WH omits; Tr brackets ἐκπερισσοῦ). See ὑπερλίαν.
Greek Monolingual
(AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία)
επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ.
β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος»)
νεοελλ.
φρ. «λίαν καλώς» — ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα σχολεία
αρχ.
1. (συχνά μεταξύ άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική χρήση) υπερβολικός («διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν», Αισχύλ.)
2. (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ λίαν
η υπερβολή («τὸ λίαν οὔτ' ἐκεῖν' ἐπῄνεσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια αιτιατική πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα δήν, πλήν. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. λί- είναι αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή μορφή του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό μόριο λα-, λαι- (πρβλ. λαισποδίας «ακόλαστος») και το επίρρ. λέως, λείως του επιθ. λεῖος (πρβλ. λεώλεθρος, λεώλης), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].
Greek Monotonic
λίαν: [l], Ιων. και Επικ. λίην (λι-), πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ.· οὐδέ τι λίαν οὕτω, όχι τόσο πολύ, σε Ομήρ. Οδ.· με συνοδεία ρήματος, πάρα πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επιτετ. καὶ λίην, αληθινά, πραγματικά, στον ίδ.· λίην πιστεύειν, το να πιστεύεις απόλυτα, σε Ηρόδ.· κόμπος λίαν εἰρημένος, αληθινά, πραγματικά, σε Αισχύλ.· ἡ λίαν φιλότης, η υπερβολική του αγάπη, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: very much, too much (Il.);
Other forms: ep. Ion. λίην (ι)
Derivatives: here λιάζειν be over-enthousiastic (A. D., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like δήν, πλήν a. o. (Schwyzer 621) a fixed acc. with unknown basic meaning. A form λῖ is cited from Epich. 223 (Str. 8, 364), and as 1. member in λι-πόνηρος λίαν πονηρός H.; also λήν λίαν H. The connection of strengthening λα- (s. v. ), λαι- is uncertain. Etymolog. unclear; the connection with Dor. λῆν will (Prellwitz) is rightly rejected by Bq and WP. 2, 393. Chantraine Glotta 33, 28 considers remote connection with λεῖος. - Here also λίηφος δεινός H.? (Chantraine Form. 263; on the formation see Specht Ursprung 264).
Middle Liddell
[λι-]
very, exceedingly, Hom.; οὐδέ τι λ. οὕτω not so very much, Od.; with a Verb, very much, overmuch, exceedingly, Hom.; strengthened καὶ λίην, as, aye truly, verily, Hom.; λίην πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.; κόμπος λίαν εἰρημένος verily, truly, Aesch.; ἡ λίαν φιλότης his too great love, Aesch.
Frisk Etymology German
λίαν: {líān}
Forms: ep. ion. λίην (ῐ)
Grammar: Adv.
Meaning: gar sehr, allzu sehr (seit Il.);
Derivative: davon λιάζειν über das gerechte Maß hinausgehen (A. D., Phot.).
Etymology: Wie δήν, πλήν u. a. (Schwyzer 621) ein erstarrter Akk. mit unbekannter Grundbedeutung. Eine Form λῖ wird aus Epich. 223 (Str. 8, 364) zitiert, ebenso als Vorderglied in λιπόνηρος· λίαν πονηρός H.; dazu λήν· λίαν H. Die Zugehörigkeit vom verstärkenden λα- (s. d. m. Lit.), λαι- steht dahin. Etymologisch dunkel; die Anknüpfung an dor. λῆν wollen (Prellwitz) wird von Bq und WP. 2, 393 mit Recht angezweifelt. Chantraine Glotta 33, 28 erwägt entfernte Beziehung zu λεῖος. — Hierher auch λίηφος· δεινός H.? (Chantraine Form. 263; zur Bildung noch Specht Ursprung 264).
Page 2,119-120
Chinese
原文音譯:l⋯an 利安
詞類次數:副詞(14)
原文字根:很
字義溯源:甚*,極其,極力,極,很,清(早),最,大大,仍是。
同義字:1) (λίαν)甚,極其 2) (σφόδρα)熱切地 3) (σφοδρῶς)非常
同源字:1) (λίαν)甚 2) (ὑπερλίαν)至上首腦
出現次數:總共(13);太(4);可(4);路(1);林後(1);提後(1);約貳(1);約叄(1)
譯字彙編:
1) 甚(3) 太27:14; 約貳1:4; 約叄1:3;
2) 極其(2) 太8:28; 可9:3;
3) 最(2) 太4:8; 林後12:11;
4) 很(1) 路23:8;
5) 極力(1) 提後4:15;
6) 清(1) 可16:2;
7) 仍是(1) 可1:35;
8) 大大(1) 太2:16;
9) 極(1) 可6:51