λογάδες
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek (Liddell-Scott)
λογάδες: -αἱ, τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν, Νικ. Θ. 292, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Σώφρονα καὶ Καλλ. παρὰ τῷ Μεγάλ. Ἐτυμολόγῳ 572. 36· - καθόλου, οἱ ὀφθαλμοί, Ἀνθ. Π. 5. 270.
Russian (Dvoretsky)
λογάδες: άδων αἱ досл. глазные белки, перен. глаза Anth.
άδων οἱ λογάς (sc. ἄνδρες или στρατιῶται) логады, отборные воины Her., Thuc.