λογάς
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
(A), -άδος, ὁ, ἡ, (λέγω) picked, chosen, mostly in plural of picked men, λ. νεηνίαι Hdt.1.36,43, E.Hec.544, etc.; τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λ. Hdt.8.124; λ. Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους Id.9.63; Ἀργείων οἱ χίλιοι λογάδες Th.5.67; στρατηγῶν λογάδες E.Andr.324; of cattle, PStrassb.24.32 (ii A. D.); φωναὶ λογάδες chosen phrases, Phot.Bibl. p.491 B.: with collective Nouns, στρατιὴ λ. ἡμιθέων AP15.51 (Arch.). Paus.7.22.5; cf. λογάδην, λέγω B. 1, λιθολόγος.
(B), usually in plural, λογάδες, αἱ, whites of the eyes, Sophr.49, Call.Fr.132, Nic.Th.292 (sg., Poll.2.70): generally, eyes, AP5.269 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
choisi, d'élite : λογάδες (στρατιῶται ou ἄνδρες) HDT soldats d'élite, troupe d'élite.
Étymologie: λέγω².
German (Pape)
άδος, ἡ, auserlesen, ausgewählt; νεηνίαι, Her. 1.36, 43, vgl. 8.124, 9.21, 63; Ἀργείων οἱ χίλιοι λογάδες Thuc. 5.67; dem ἐκλεκτός entsprechend, 6.100 und Sp.; neben ἐπίλεκτος, Hdn. 8.5.11; προὔπεμψε λογάδας ἐπιλέκτους 2.13.21. – Λίθοι λογάδες, aufgelesene Feldsteine, Paus. 7.22.5.
Russian (Dvoretsky)
λογάς: άδος (ᾰδ) adj. λέγω II] избранный, отборный (νεηνίαι Her.; στρατηγῶν λογάδες Eur.; см. λογάδες II).
Greek (Liddell-Scott)
λογάς: -άδος, ὁ καὶ ἡ (λέγω) ἐκλεκτός, διαλεκτός, = τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἐπιλέκτων ἀνδρῶν, λ. νεηνίαι Ἡρόδ. 1. 36, 43, Εὐρ. Ἑκ. 544, κτλ.· τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λ. Ἡρόδ. 8. 124· λ. Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους ὁ αὐτ. 9. 63· Ἀργείων οἱ χίλιοι λ. Θουκ. 5. 67· στρατηγῶν λογάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 324· μεταγεν. ἐν τῷ ἑνικ., λ. ἀνὴρ Γρηγ. Νύσσ.· καὶ μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, στρατιὴ λ. ἡρώων Ἀνθ. Π. 15. 51· οὕτω μόνον λογάς, ἐκλεκτὴ ὁμάς, Εὐστ. Πονημ. 14. 75, κτλ.· -ὡσαύτως φωναί, λέξεις λογάδες ἐκλεκταὶ φράσεις, Φώτ. 2) λ. λίθοι, ἀπελέκητοι, λαμβανόμενοι ὡς εὑρέθησαν, Παυσ. 7. 22, 5· - ἡ φράσις προέκυψεν ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν ᾠκοδομήθησαν τὰ ἀρχαιότατα (Κυκλώπεια ἢ Πελασγικὰ) οἰκοδομήματα, λαμβανομένων τῶν λίθων ἐκ τοῦ ἐδάφους ὡς εὑρίσκοντο καὶ ἁρμοζομένων κατὰ τὸ σχήμα αὐτῶν χωρὶς νὰ πελεκῶνται εἰς σχῆμα τετράγωνον (ἐν τομῇ ἐγγώνιοι) καὶ ἐπιτιθέμενοι ἐπ’ ἀλλήλους κατὰ στρώματα· οὕτω λέγει ὁ Θουκυδ., εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεντο ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι, φέροντες τοὺς λίθους ὅπως ἐλάμβανον αὐτοὺς ἐκ τοῦ ἐδάφους, 4. 4, πρβλ. 31., 6. 66· - πρβλ. λέγω Β. Ι, λιθολόγος. ΙΙ. εὔγλωττος, εὐφραδής, Ἱμέριος 14. 16, κτλ.
Greek Monolingual
(I)
λογάς, ἡ (Α)
συν. στον πληθ. αἱ λογάδες
1. το λευκό τών οφθαλμών
2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια
3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» — ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση του τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες λίθοι» και λογάδην, από μια ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχιος για τη λ. «ψήφους λευκάς». Κατ' άλλη άποψη, η λ. εμφανίζει παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη με το σουηδ. ogon-sten «ένας λαμπερός άσπρος πολύτιμος λίθος». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λοξός ή με αγγλοσαξ. lōcian «βλέπω» ή, τέλος, με τη λ. λέγνον «γύρος, περιθώριο, πλαίσιο»].
(II)
ο (AM λογάς, -άδος, ὁ και ἡ)
(το αρσ. και ως ουσ.) εκλεκτός, διακεκριμένος, επίλεκτος, άριστος (α. «οι λογάδες του έθνους» β. «λογάσι δ' Ἀργείων στρατοῦ νεανίαις», Ευρ.)
αρχ.
φρ. «φωναὶ λογάδες» — εκλεκτές φράσεις (Φώτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ- (ετεροιωμένη βαθμ. του θέματος λέγ- του λέγω με τη σημασία «συλλέγω, εκλέγω» + κατάλ. -άς. Η λ. θεωρείται παράγωγο του λόγος (πρβλ. δρομάς < δρόμος)].
(III)
-oύ, -ούδικο, ουδ. και -άδικο
1. πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς
2. αυτός που λέει και υπόσχεται πολλά, χωρίς όμως να πραγματοποεί τίποτε
3. αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. -άς (πρβλ. φαφλατάς, φωνακλάς)].
Greek Monotonic
λογάς: -άδος, ὁ και ἡ (λέγω Β)·
1. εκλεκτός, διαλεχτός, κυρίως στον πληθ., λέγεται για επίλεκτους άνδρες, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
2. λογάδες λίθοι, απελέκητοι λίθοι, οι οποίοι παίρνονται ακριβώς όπως βρέθηκαν, πρβλ. λογάδην.
Middle Liddell
λογάς, άδος, [λέγω2]
1. gathered, picked, chosen, of picked men, Hdt., Eur., etc.
2. λ. λίθοι unhewn stones, taken just as they were picked, cf. λογάδην.