Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
λίγξ: λιγγός, ἡ, = καμπτήρ, Ἡσύχ. ἴδε ἐν λέξ. λικριφίς˙ - ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 421, ὁ Erfurdt διώρθωσε λίγγα θηρατηρίαν (ἀντὶ λύγγα) ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ βέλους (πρβλ. λίγγω).