ζωφόρος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(I)
ο
βλ. ζωοφόρος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο-φόρος, σημαιο-φόρος.———————— (II)
η
βλ. ζωοφόρος (ΙΙ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)].