ιά

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

(I)
ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α)
1. (για έμψυχα) ιωή, κραυγή, φωνή
2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος].———————— (II)
ἰά, τὰ (Α)
(ετερόκλιτο, πληθ. του ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός (ΙΙ)].