ορμίσκος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(I)
ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)]
1. μικρό περιδέραιο
2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι.———————— (II)
ο
μικρός όρμος, λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση].