δαχτυλίδι
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον
Μ και δακτυλίδιν) δακτύλιος
κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων του χεριού, συνήθως στον παράμεσο
νεοελλ.
1. το δαχτυλίδι του αρραβώνα, η βέρα
2. φρ. α) «έβαλε δαχτυλίδι» — αρραβωνιάστηκε
β) «στόμα ή μέση δαχτυλίδι» — κομψό, δαχτυλιδένιο
αρχ.
το μικρό δάχτυλο του χεριού.