πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
(I)1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής2. (γραφ. τέχν.-κινην.-φωτογρ.) κάνω μοντάζ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)].———————— (II)βλ. μουντάρω.