μουντάρω

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

και μοντάρω
κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου, εφορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare «ανεβαίνω»].