Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
και μοντάρωκινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου, εφορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare «ανεβαίνω»].