μπιρμπίλι

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

(I)
και μπιμπίλι, το μπιρμπίλα
η μπιρμπίλα.———————— (II)
και μπιμπίλι, το
1. το αηδόνι
2. φρ. «μπιρμπίλι της θάλασσας» — η αλκυόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul].