μπιρμπίλα

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Greek Monolingual

και μπιμπίλα, η
1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια
2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir-biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»].