καθορμάω

From LSJ
Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

German (Pape)

[Seite 1289] losbrechen, losstürzen, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Mich. Psell. ep. (App. 52).

Greek (Liddell-Scott)

καθορμάω: ὁρμάω, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Ἀνθ. Π. παράρτ. 52.

Greek Monotonic

καθορμάω: = ὁρμάω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καθορμάω: устремляться, бросаться Anth.