οἰκείως

From LSJ
Revision as of 00:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.

Greek Monotonic

οἰκείως: βλ. οἰκεῖος Α.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείως: 1) подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);
2) благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);
3) по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).