Σαμαρεία

Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Samarie.

Greek Monotonic

Σᾰμᾰρεία: ἡ, η Σαμάρεια, πόλη της Παλαιστίνης· Σαμαρείτης, -ου, , ο κάτοικος της Σαμάρειας, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· θηλ. -ῖτις (ή —εῖτις), -ιδος, στο ίδ.