Σαμαρεία

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Samarie.

Greek Monotonic

Σᾰμᾰρεία: ἡ, η Σαμάρεια, πόλη της Παλαιστίνης· Σαμαρείτης, -ου, , ο κάτοικος της Σαμάρειας, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· θηλ. -ῖτις (ή —εῖτις), -ιδος, στο ίδ.

Middle Liddell

Σᾰμᾰρεία, ἡ,
Samaria, a city of Palestine