συνεργάτις

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).