βελοσφενδόνη

Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A dart wrapped with pitch and tow, and thrown while on fire from an engine, Plu.Sull.18.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, Pfeilschleuder; bes. mit Werg umwickelte u. mit Pech bestrichene Brandpfeile, Plut. Sull. 18; vgl. Liv. 21, 8, falarica.

Greek (Liddell-Scott)

βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος μέ στυππεῖον καὶ πίσσαν τετυλιγμένον καὶ ῥιπτόμενον ἐκ μηχανῆς, ἐνῷ διατελεῖ φλεγόμενον, Πλούτ. Συλλ. 18· Λατ. falarica, Λίβ. 21. 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
flèche garnie d’une étoupe enflammée.
Étym. lat. falarica.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ hondada tal vez de catapulta, Plu.Sull.18.

Greek Monolingual

βελοσφενδόνη, η (Α)
βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, που εκσφενδονίζεται αναμμένο.

Greek Monotonic

βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βελοσφενδόνη: ἡ зажигательный снаряд Plut.