στουπί

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το / στουπίον, ΝΜ
ινώδες συστατικό που παράγεται κατά τον διαχωρισμό ή και το χτένισμα τών υφαντουργικών ινών φλοιού, κυρίως του λιναριού και της καννάβεως, και το οποίο χρησιμοποιείται ως υλικό εμφράξεως ρωγμών σε ξύλινα σκάφη, όπου η στεγανότητα διασφαλίζεται με κάλυψη του εμφραγμένου αρμού με θερμή υγρή πίσσα
νεοελλ.
1. τεχνολ. απόξεσμα από διάφορες κλωστικές ύλες, ιδίως από βαμβάκι, το οποίο χρησιμοποιείται για καθαρισμό τών μηχανών ή για σκούπισμα τών χεριών
2. νήμα κατώτερης ποιότητας από την κατεργασία του λιναριού
3. βύσμα από γνάφαλα και άλλες ύλες με το οποίο φράζεται η δοκιμαστική τρύπα βαρελιού του κρασιού
4. (για καρπό ή φαγητό) σκληρός και ξερός, άνοστος
5. φρ. «έγινε [ή είναι] στουπί στο μεθύσι» — μέθυσε τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. στουπί έχει σχηματιστεί από τα αρχ. στυπ(π)εῖον / στύππη πιθ. μέσω του λατ. stuppa (βλ. και λ. στυππείο)].