λιπερνήτης
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
German (Pape)
[Seite 51] ὁ, = Vorigem, Maced. 31 (IX, 649), f. v. l. λιπερνίτης, die sich auch noch sonst findet.
Greek Monolingual
λιπερνήτης, ὁ, θηλ. λιπερνῆτις, -ιδος (Α) λιπερνής
λιπερνής.
Russian (Dvoretsky)
λῐπερνήτης: ου ὁ брошеный, покинутый, бесприютный Anth.