Δωρίζω

Revision as of 22:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Dor. Δωρ-ίσδω,

   A imitate the Dorians in life, dialect, etc., speak Doric Greek, Theoc.15.93, Str.8.1.2, Plu.2.421b:—Pass., to be written in the Doric dialect, δ. τὰ Ἀλκμᾶνος A.D.Synt.279.25.

Greek (Liddell-Scott)

Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλλ. -ίσω· -ἀπομιμοῦμαι τοὺς Δωριεῖς εἰς τὸν τρόπον τοῦ βίου, τὴν διάλεκτον ἢ τὴν μουσικήν· ὁμιλῶ Δωριστί, Θεόκρ. 15. 93, Στράβων 333, Πλούτ. 2. 421B.

Greek Monotonic

Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. -ίσω, μιμούμαι τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη μουσική τους, μιλώ τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.