Δωρίζω
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
Dor. Δωρίσδω, imitate the Dorians in life, dialect, etc., speak Doric Greek, Theoc.15.93, Str.8.1.2, Plu.2.421b:—Pass., to be written in the Doric dialect, δ. τὰ Ἀλκμᾶνος A.D.Synt.279.25.
Greek (Liddell-Scott)
Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλλ. -ίσω· -ἀπομιμοῦμαι τοὺς Δωριεῖς εἰς τὸν τρόπον τοῦ βίου, τὴν διάλεκτον ἢ τὴν μουσικήν· ὁμιλῶ Δωριστί, Θεόκρ. 15. 93, Στράβων 333, Πλούτ. 2. 421B.
Greek Monotonic
Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. -ίσω, μιμούμαι τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη μουσική τους, μιλώ τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
Δωρίζω,
to imitate the Dorians in life, dialect, or music, to speak Doric Greek, Theocr.