ἁμαξίτης

Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).

Greek Monolingual

ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξίτης: ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз (φόρτος Anth.).