δακρύρροος

Revision as of 06:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A flowing with tears, E.Supp.773; τέκνων πηγαί Id.HF98.

Greek (Liddell-Scott)

δακρύρροος: -ον, ὁ ῥέων δάκρυα, Εὐρ. Ἱκέτ. 773, Ἡρ. Μαιν. 98.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui fond en larmes.
Étymologie: δάκρυ, ῥέω.

Spanish (DGE)

-ον
que deja correr lágrimas δι' ὄσσων νᾶμ' ἔχων δακρύρροον manteniendo en mis ojos una fuente de lágrimas E.Ph.370, δακρυρρόους τέκνων πηγὰς ἀφαίρει E.HF 98
acompañado de lágrimas ᾍδου τε μολπὰς ἐκχέω δακρυρρόους E.Supp.773.

Greek Monolingual

δακρύρροος, -ον (AM)
όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς-ρους < ρέω].

Greek Monotonic

δακρύρροος: -ον (ῥέω), αυτός που χύνει δάκρυα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δακρύρροος: обливающийся слезами Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρύρροος -ον [δάκρυ, ῥέω] stromend van tranen.