εὔπρυμνος

Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A with goodly stern or poop, νῆες Il. 4.248, B.12.150, cf. Hp.Ep.14, E.IT1000, 1357; πλάται Id.IA723.

German (Pape)

[Seite 1091] mit schönem Hintertheil, wohlverziertem Spiegel, νῆες Il. 4, 248; Eur. I. T. 1000; πλάται I. A. 723.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπρυμνος: -ον, ἔχων καλὴν πρύμναν, νῆες Ἰλ. Δ. 248, Εὐρ. Ι. Τ. 1000, 1357

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle poupe, à la poupe solide.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.

English (Autenrieth)

(πρυμνή): of ships, with well-built or decorated sterns, Il. 4.248†.

Greek Monolingual

εὔπρυμνος, -ον (Α)
με ωραία πρύμνηνῆες... εὔπρυμνοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρυμνός «πρύμνη»].

Greek Monotonic

εὔπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που είχε καλή πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπρυμνος: с крепкой или красивой кормой (νῆες Hom.; πλάται Eur.).