οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
SourceFrench (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
Thébain.
Étymologie: Θῆβαι.
Greek Monotonic
Θηβαιεύς: -έως, Ιων. -έος, ὁ, επίθ. του Δία, ο Θηβαίος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Θηβαιεύς: έως adj. m фиванский Her., Plut.