ἱππωνεία

From LSJ
Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
achat de chevaux, remonte.
Étymologie: ἱππωνέω.

Greek Monotonic

ἱππωνεία: ἡ, αγορά αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππωνεία: ἡ покупка лошадей Xen.