συναρμολογέομαι

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monotonic

συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).