πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
SourceFrench (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
de Phthiotide ; ἡ Φθιῶτις (χώρα) la Phthiotide, contrée de Grèce continentale.
Étymologie: Φθιώτης.
Russian (Dvoretsky)
Φθῑῶτις: ῐδος adj. f фтийская (γῆ, ἀκταί, γυναῖκες Eur.).
ῐδος ἡ (= Φθία) Фтиотида (область в юго-вост. Фессалии) Thuc.